καμπύλον

καμπύλον
καμπύλος
bent
masc acc sg
καμπύλος
bent
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Im Anfang war das Wort — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • In vino veritas — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Epsilon — Epsilon Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • χαμόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «καμπύλον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τον άλλο τ. που παραδίδει ο Ησύχ. χαβόν καμπύλον (βλ. λ, χαβός)] …   Dictionary of Greek

  • μυλλός — (I) μυλλός, ή, όν (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «μυλλόν καμπύλον, σκολιόν, κυλλόν, στρεβλόν» 2. (κατά τον Ευστ.) «τὸν διεστραμμένον τὴν ὄψιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μυλλῶ ή μυλλαίνω (< μύλλον «χείλος»), παρά το ότι η σημ. της λ.… …   Dictionary of Greek

  • πετελκές — Α (κατά τον Ησύχ.) «καμπύλον» …   Dictionary of Greek

  • πύσσαχος — και πύσσακος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ξύλον καμπύλον, τοῑς μόσχοις περὶ τοὺς μυκτῆρας τιθέμενον, ὅ κωλύει θηλάζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • στροβελός — όν, Α [στρόβος] (κατά τον Ησύχ.) 1. «σοβαρός, τρυφερός» 2. (το ουδ.) στροβελόν «σκολιόν, καμπύλον» …   Dictionary of Greek

  • χαβός — ή, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «καμπύλος, στενός». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. που δεν απαντά σε κείμενα, αλλά παραδίδεται μόνο από τα λεξικά. Πρόκειται μάλλον για αρχ. επίθ. που δηλώνει ένα φυσικό ελάττωμα και από το θ. τού οποίου έχουν σχηματιστεί τα παρωνύμια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”